διατύπωση

διατύπωση
η (AM -ις) [διατυπώ]
έκφραση διανοήματος
νεοελλ.-μσν.
συνήθως στον πληθ. διατυπώσεις
τυπικές πράξεις που τηρούνται υποχρεωτικά για να ενισχύσουν το κύρος επιδιωκόμενου σκοπού («τελωνειακές διατυπώσεις»)
μσν.-αρχ.
1. σχηματισμός, διαμόρφωση («ὅταν δὲ ἐκ τῶν σκωλήκων εἰς διατύπωσιν ἔλθωσιν, καλοῡνται μὲν νύμφαι τότε»)
2. σύστημα, μέθοδος («διατύπωσις μηχανικῶν», Ήρών.)
3. όψη, σχήμα μορφή
4. διάθεση περιουσίας με διαθήκη, διαθήκη («τὴν διατύπωσιν πάντων τούτων τῶν ἀγαθῶν ἔγραψε, και μάρτυρας ἀνατέθηκε»)
5. διάταξη, κανονισμός, νομοθετική ρύθμιση («τὰς κανονικὰς διατυπώσεις τῶν κοινοβίων»)
6. σημασία, έννοια («ἕτοιμον ὑποδέξασθαι τῇ καρδίᾳ τὰς ἐκ τῆς θείας διδασκαλίας ἐγγινομένας διατυπώσεις»)
7. σκοπός, σχέδιο
αρχ.
1. ζωντανή περιγραφή
2. καθορισμός, βεβαίωση φόρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διατύπωση — η 1. η έκφραση με ακρίβεια και προσοχή μιας σκέψης: Η έκθεσή σου υστερεί στη διατύπωση. 2. γραφειοκρατικές διαδικασίες: Δεν μπορείς να αποφύγεις τις διατυπώσεις σε μια δημόσια υπηρεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατυπώσῃ — διατυπώσηι , διατύπωσις full and perfect shape fem dat sg (epic) διατυπόω form aor subj mid 2nd sg διατυπόω form aor subj act 3rd sg διατυπόω form fut ind mid 2nd sg διατυπόω form aor subj mid 2nd sg διατυπόω form aor subj act 3rd sg διατυπόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • διατυπώσηι — διατύπωσις full and perfect shape fem dat sg (epic) διατυπώσῃ , διατυπόω form aor subj mid 2nd sg διατυπώσῃ , διατυπόω form aor subj act 3rd sg διατυπώσῃ , διατυπόω form fut ind mid 2nd sg διατυπώσῃ , διατυπόω form aor subj mid 2nd sg διατυπώσῃ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”